χήμη

χήμη
ἡ, Α
1. άνοιγμα σαν το στόμα που χασμουριέται
2. δίθυρο μαλάκιο
3. μέτρο χωρητικότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. χη- του ρ. χαίνω /χάσκω (για τον φωνηεντισμό βλ. λ. χάσκω) με κατάλ. -μη, πρβλ. κώ-μη, ῥύ-μη (για τη σχέση τής λ. με το ρ. χαίνω, πρβλ. το ερμήνευμα τού Ησύχ. χήμη
χάσμη, χηραμὶς λεία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χήμη — yawning fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χήμῃ — χήμη yawning fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χημῶν — χήμη yawning fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χήμης — χήμη yawning fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χήμῃσι — χήμη yawning fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χήμας — χήμᾱς , χήμη yawning fem acc pl χήμᾱς , χήμη yawning fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Unidades de medida de la antigua Grecia — Este artículo o sección necesita ser wikificado con un formato acorde a las convenciones de estilo. Por favor, edítalo para que las cumpla. Mientras tanto, no elimines este aviso puesto el 22 de septiembre de 2011. También puedes ayudar… …   Wikipedia Español

  • αχηβάδα — η γενική κοινή ονομασία που δίνεται σε διάφορα δίθυρα μαλάκια, συνήθως εδώδιμα 2. η κόγχη του Αγίου Βήματος των ναών 3. κοιλότητα στον τοίχο. [ΕΤΥΜΟΛ. (α)χηβάδα < χημάδα < αρχ. μσν. χήμη «αχηβάδα» βλ. και λ. χηβάδα] …   Dictionary of Greek

  • χάμα — και χάμη, η, Ν ζωολ. γένος θαλάσσιων ευελασματοβράγχιων δίθυρων μαλακίων που απαντούν στις θερμές θάλασσες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chama < λατ. chama / chema (< χήμη*)] …   Dictionary of Greek

  • χήμωση — η / χήμωσις, ώσεως, ΝΑ νεοελλ. ιατρ. οιδηματώδης διήθηση τού κερατοειδούς χιτώνα τού ματιού, που προκαλεί τον σχηματισμό επηρμένου δακτυλίου γύρω του αρχ. (κατά τον Γαλ.) «χήμωσίς ἐστι ἔπαρμα τοῡ περιοφθαλμίου ὑμένος ὅ καὶ λευκὸν προσαγορεύουσι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”