χήμη — yawning fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χήμῃ — χήμη yawning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χημῶν — χήμη yawning fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χήμης — χήμη yawning fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χήμῃσι — χήμη yawning fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χήμας — χήμᾱς , χήμη yawning fem acc pl χήμᾱς , χήμη yawning fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Unidades de medida de la antigua Grecia — Este artículo o sección necesita ser wikificado con un formato acorde a las convenciones de estilo. Por favor, edítalo para que las cumpla. Mientras tanto, no elimines este aviso puesto el 22 de septiembre de 2011. También puedes ayudar… … Wikipedia Español
αχηβάδα — η γενική κοινή ονομασία που δίνεται σε διάφορα δίθυρα μαλάκια, συνήθως εδώδιμα 2. η κόγχη του Αγίου Βήματος των ναών 3. κοιλότητα στον τοίχο. [ΕΤΥΜΟΛ. (α)χηβάδα < χημάδα < αρχ. μσν. χήμη «αχηβάδα» βλ. και λ. χηβάδα] … Dictionary of Greek
χάμα — και χάμη, η, Ν ζωολ. γένος θαλάσσιων ευελασματοβράγχιων δίθυρων μαλακίων που απαντούν στις θερμές θάλασσες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chama < λατ. chama / chema (< χήμη*)] … Dictionary of Greek
χήμωση — η / χήμωσις, ώσεως, ΝΑ νεοελλ. ιατρ. οιδηματώδης διήθηση τού κερατοειδούς χιτώνα τού ματιού, που προκαλεί τον σχηματισμό επηρμένου δακτυλίου γύρω του αρχ. (κατά τον Γαλ.) «χήμωσίς ἐστι ἔπαρμα τοῡ περιοφθαλμίου ὑμένος ὅ καὶ λευκὸν προσαγορεύουσι… … Dictionary of Greek